- κηρόχρως
- κηρό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,A wax-coloured,
κόμαι Chaerem.1.5
(fort. κιρρό-, q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόμαι Chaerem.1.5
(fort. κιρρό-, q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρόχρους — ουν (Α κηρόχρως, ωτος, ό, ἡ) αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek